- ζητιάνα
- [зитьяна] ουσ. В. нищая, нищенка.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ζήτια — και ζητιά η ζητιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ, υποχωρ. σχηματισμός πρβλ. κατηγορώ κατηγόρια, βλαστημώ βλαστήμια] … Dictionary of Greek
Χάουφ, Bίλχελμ — (Hauff, 1802 – 1827). Γερμανός συγγραφέας. Νεαρός παιδαγωγός στον οίκο του διπλωμάτη φον Χίγκελ, έγραψε την ποιητική συλλογή Μύθων, η οποία τον έκανε πασίγνωστο και δημοφιλή. Έγραψε επίσης ποιήματα σε απομίμηση των γερμανικών δημοτικών τραγουδιών … Dictionary of Greek
ζητιάνος — ο θηλ. ζητιάνα επαίτης, διακονιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)